κεντησιά

κεντησιά
η
1) см. κεντηματιά; 2) см. κέντημα 3, 4, 5, 6

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "κεντησιά" в других словарях:

  • κεντησιά — η [κεντώ] 1. η πράξη και το αποτέλεσμα τού κεντώ, κέντηση, κεντιά 2. μτφ. α) παρακίνηση, παρόρμηση β) πείραγμα, νύξη για δυσάρεστα πράγματα …   Dictionary of Greek

  • κεντώ — άω (ΑΜ κεντῶ, έω) 1. (για έντομα) κεντρίζω, κεντρώνω, τσιμπώ («μέ κέντησε μια μέλισσα») 2. ερεθίζω κάποιον για να προβεί σε μια ενέργεια, αναγκάζω το άλογο να προχωρήσει, σπιρουνίζω («τη φοράδα κτύπα, κέντησον, φύγε», Κάλβ.) νεοελλ. 1. μτφ.… …   Dictionary of Greek

  • chindisi — CHINDISÍ vb. v. broda, coase. Trimis de siveco, 04.02.2008. Sursa: Sinonime  chindisí, chindisésc, vb IV (înv.) 1. a broda, a coase la gherghef. 2. a garnisi, a împodobi ceva; a sculpta. Trimis de blaurb, 04.02.2008. Sursa: DAR  chindisí… …   Dicționar Român


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»